- ὑποκεντέω
- ὑποκεντέω,A pierce underneath,
τινὰ δόρασιν App.Ill.20
;τινὰ ὑπὸ τὸ γένειον D.C.65.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινὰ δόρασιν App.Ill.20
;τινὰ ὑπὸ τὸ γένειον D.C.65.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.